- μελοδραματισμός
- οτο να χρησιμοποιεί κανείς μελοδραματικές εκφράσεις ή να συμπεριφέρεται μελοδραματικά: Άσε τους μελοδραματισμούς!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελοδραματισμός — ο το να χρησιμοποιεί κάποιος μελοδραματικές εκφράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελόδραμα + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek